προασφαλίζω

προασφαλίζω
ΝΜΑ
νεοελλ.
ασφαλίζω κάτι από πριν
μσν.-αρχ.
μέσ. προασφαλίζομαι
εξασφαλίζω για τον εαυτό μου εκ των προτέρων
αρχ.
1. μέσ. εξασφαλίζω κάποιον προκαταβολικά
2. παθ. προφυλάγομαι από κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προασφάλιση — η, Ν [προασφαλίζω] η εκ τών προτέρων ασφάλιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”